Σίδνεϊ

Σίδνεϊ
(Sydney). Πόλη (3.596.000 κάτ.) της ΝΑ Αυστραλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης πολιτείας της Νέας Νότιας Ουαλλίας. Βρίσκεται και στις δυο ακτές ενός πολύ οδοντωμένου μυχού του Ειρηνικού, γνωστού με το όνομα Πορτ Τζάκσον, που εισέρχεται στο εσωτερικό επί 30 περίπου χλμ. Η πόλη καταλαμβάνει μια μικρή κυματοειδή λουρίδα στους πρόποδες των πιο εξωτερικών παραφυάδων της Αυστραλιανής Κορδιλιέρας. Ο αρχικός πυρήνας της μελλοντικής μεγαλούπολης χρονολογείται από το 1788, όταν στη νότια ακτή του μυχού, σε μια θαυμάσια τοποθεσία, εγκαταστάθηκε η πρώτη αυστραλιανή αποικία καταδίκων· ως το 1880, το κατοικημένο κέντρο, που ιδρύθηκε γύρω στις φυλακές, είχε μάλλον δευτερεύουσα σημασία. Η ξαφνική και επιβλητική ανάπτυξη της πόλης, που χρονολογείται μόνο από τις αρχές του αιώνα μας, όταν έγινε το σημαντικότερο λιμάνι εξαγωγής γεωργικών και ζωοτεχνικών προϊόντων του εσωτερικού και μεγαλύτερο βιομηχανικό κέντρο της χώρας, είχε ως αποτέλεσμα την εισροή μεγάλου αριθμού μεταναστών - ιδιαίτερα από τις χώρες της Βρετανικής Κοινοπολιτείας - εξαιτίας των τεράστιων δυνατοτήτων εργασίας και κέρδους που πρόσφερε η πόλη. Το Σ. επεκτάθηκε προς τα Ν ως τον κόλπο Μπότανυ, προχώρησε αργότερα στη βόρεια ακτή του μυχού, απορρόφησε σιγά-σιγά τα μικρότερα κέντρα και έφτασε ως τα γύρω υψώματα. Εξαιτίας του ανώμαλου του εδάφους δημιουργήθηκαν σημαντικά πολεοδομικά προβλήματα. Η κατασκευή μιας τεράστιας γέφυρας στον κόλπο Τζάκσον διευκόλυνε πολύ τις συγκοινωνίες μεταξύ των δύο τμημάτων της πόλης, που καταλαμβάνει σήμερα συνολική έκταση πάνω από 900 τ. χλμ. Εκτός από τον παλιότερο πυρήνα, το Σ. έχει μεγάλες σύγχρονες οδούς, κτίρια από μπετόν αρμέ, επιβλητικά πάρκα και πολυσύχναστες ακτές, ενώ τα βιομηχανικά και αστικά προάστια της εκτείνονται σε μεγάλες αποστάσεις, ιδιαίτερα προς τα Β. Το λιμάνι της δεν είναι μόνο το καλύτερο και το σημαντικότερο της αυστραλιανής ηπείρου, αλλά έχει και τα μεγαλύτερα ναυπηγεία και επιβλητικά βιομηχανικά συγκροτήματα (χαλυβουργίας, εριουργίας και ειδών διατροφής). Άποψη του Σίδνεϊ στην περιοχή του λιμανιού. O νεογοτθικός καθεδρικός ναός του Άγιου Ανδρέα στο Σίδνεϊ, ένα από τα ωραιότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της Αυστραλίας. Δορυφορική φωτογραφία του Σίδνεϊ (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gov). Το γήπεδο ποδοσφαίρου στο Σίδνεϊ (φωτ. ΑΠΕ). Το κτίριο της Όπερας στη Σίδνεϊ (φωτ. ΑΠΕ).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… …   Dictionary of Greek

  • Νέα Νότια Ουαλία — (New South Wales). Ομόσπονδη Πολιτεία (801.600 τ. χλμ., 5.761.900 κάτ.) της Αυστραλίας. Βρίσκεται στη νοτιοανατολική πλευρά της Αυστραλίας και βρέχεται στα Α από τον Ειρηνικό ωκεανό και ορίζεται από την Κουίνσλαντ στα Β, τη Βικτόρια στα Ν και τη… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλίας, Ιερή Αρχιεπισκοπή — Ιδρύθηκε το 1924 ως μητρόπολη Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας. Το 1959 έγινε αρχιεπισκοπή, ενώ από το 1970 αποσπάστηκε η Νέα Ζηλανδία και αποτελεί ξεχωριστή μητρόπολη. Έχει έδρα το Σίδνεϊ και ο αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας φέρει και τον τίτλο του… …   Dictionary of Greek

  • καμπέρα — (Canberra, αυστραλιανή προφορά Κάνμπερα). Πόλη (311.518κάτ. το 2001) και πρωτεύουσα της Αυστραλίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, σε ένα εκτεταμένο υψίπεδο που περιβάλλεται από λόφους, περίπου 240 χλμ. ΝΔ του Σίδνεϊ. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • Γκατσιούδης, Κώστας — (Διδυμότειχο 1973 –). Αθλητής του ακοντισμού. Ο Γ. είναι ο σημαντικότερος Έλληνας αθλητής στην ιστορία του αγωνίσματος. Μεγάλωσε στο Διδυμότειχο και πριν κλείσει τα 18 του χρόνια είχε ήδη δείξει τις δυνατότητές του (πέμπτος στην παγκόσμια… …   Dictionary of Greek

  • Δήμας, Πύρρος — (Χειμάρρα, Αλβανία 1971 –). Αθλητής της άρσης βαρών, χρυσός ολυμπιονίκης. Κατέκτησε τρεις φορές χρυσό ολυμπιακό μετάλλιο σε αγώνες άρσης βαρών, στη Βαρκελώνη το 1992 στην κατηγορία των 82,5 κιλών, στην Ατλάντα το 1996 στην κατηγορία των 83 κιλών… …   Dictionary of Greek

  • Θάνου, Κατερίνα — (Αθήνα 1976 –). Αθλήτρια του στίβου και Ολυμπιονίκης. Η Θ. ξεκίνησε τον στίβο στον Εθνικό Γ.Σ. ενώ στη συνέχεια αγωνίστηκε με τα χρώματα του Ολυμπιακού. Σημαντικότερη επιτυχία της είναι το ασημένιο μετάλλιο που κατέκτησε στους Ολυμπιακούς αγώνες… …   Dictionary of Greek

  • Κόρνφορθ, Τζον Γουόρκαπ — (John Warcup Cornforth, Σίδνεϊ 1917 –). Αυστραλός χημικός. Το 1937 αποφοίτησε με έπαινο από το πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ, όπου και παρέμεινε για τις μεταπτυχιακές του σπουδές. Χάρη σε μια υποτροφία, συνέχισε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της… …   Dictionary of Greek

  • Μελβούρνη — (Melbourne). Πόλη (3.417.200 κάτ. το 1999) της νοτιοανατολικής Αυστραλίας, πρωτεύουσα της ομόσπονδης πολιτείας της Βικτόρια (227.420 τ. χλμ., 4.888.200 κάτ. το 2002). Εκτείνεται στις όχθες του ποταμού Γιάρα, σε απόσταση λίγων χιλιομέτρων από τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”